- δημιούργημα
- το (AM δημιούργημα) [δημιουργώ]έργο εμπνευσμένου δημιουργού, καλλιτέχνημανεοελλ.1. αποτέλεσμα δημιουργικών δυνάμεων και επιδράσεων («δημιούργημα πολλών κόπων και προσπαθειών»)2. φρ. α) «δημιουργήματα τής φαντασίας σου» — ανυπόστατες, υποκειμενικές σκέψεις ή υποψίεςβ) «δημιούργημα τού εαυτού του» — η πρόοδος του ή η αποτυχία του οφείλεται αποκλειστικά στον ίδιογ) «δημιούργημα τού δασκάλου του, τών γονιών του κ.λπ.» — η επιτυχία ή η αποτυχία του οφείλεται κυρίως στον δάσκαλο κ.λπ.
Dictionary of Greek. 2013.